- εὐμετρίαν
- εὐμετρίᾱν , εὐμετρίαgood measurefem acc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμετρία — εὐμετρία και ιων. τ. εὐμετρίη, ἡ (ΑΜ) [εύμετρος] 1. το καλό μέτρο, η καλή αναλογία, η συμμετρία 2. (στη στιχουργία) η ορθότητα τού μέτρου («οὐδὲ εὐμετρίαν ἔχει», Ευστ.) … Dictionary of Greek